Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Το σχολείο γιορτάζει την Ελευθερία και τη Δημοκρατία


Τα τραγούδια 

Της δικαιοσύνης 
Άξιον Εστί
Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης



Ένα το χελιδόνι
Άξιον Εστί
Ποίηση:Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης





Ο Δρόμος
Ποίηση: Κωστούλα Μητροπούλου
Μουσική: Μάνος Λοίζου
Ερμηνεία: Μάνος Λοϊζος

Προσκύνημα
Το μεγάλο μας Τσίρκο



Τα παιδιά ζωγραφίζουν στον τοίχο
Ποίηση: Κώστα Μπουρμπούλη
Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος
Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου





Λαϊκός πολιτισμός: λαϊκό παραμύθι, η κυρά Καλή, η κυρά Κακή και οι Δώδεκα μήνες







Οι δώδεκα μήνεςΛαϊκό παραμύθι
Εκτύπωση
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδεκάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ’ αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά ’ρθει πάλι η μάνα τους με τ’ άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό.
  Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν:
  – Θρέβονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της τα παιδιά. Γι’ αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.
  Το πίστεψεν η αρχόντισσα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώσει πάλι, δεν την άφησε τη φτωχιά να φύγει με άνιφτα χέρια, μόνο την έβαλε και νίφτηκε καλά καλά, για ν’ απομείνει η τύχη μέσ’ στο σπίτι της. Κι η φτωχιά ήρθε στο σπίτι της με τα δάκρυα στα μάτια.
  Τα παιδιά της, άμα την είδαν και δεν είχαν τα χέρια της ζυμάρια, αρχίσανε να κλαίνε. Κι από ένα μέρος κλαίγανε τα παιδιά κι από τ’ άλλο η μάνα. Τέλος αυτή σα μεγάλη έκανε σίδερο την καρδιά της και μέρωσε και είπε στα παιδιά της:
  – Μερώστε, παιδιά μου, και μην κλαίτε και θα σας βρω ένα κομμάτι ψωμί να σας φέρω.
  Και πήγε από πόρτα σε πόρτα και τρόμαξε να βρει να της δώσουν ένα ξερογώνιαδο και το μούσκεψε καλά καλά με το νερό και το μοίρασε στα παιδιά της, κι αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε και κοιμηθήκανε. Κι αυτή απάνω στα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει, για να μην ιδεί τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα.
  Κει που πήγαινε στην έρημο τη νύχτα, βλέπει σ’ ένα ψήλωμα ένα φέξος και πήγαινε πάνω σ’ αυτό. Κι όταν πήγε κοντά, είδε πως ήταν τέντα και στη μέση της τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλαιος με λαμπάδες και αποκάτω από τον πολυέλαιο κρεμότανε ένα πράγμα στρογγυλό σαν τόπι. Μπήκε μέσα στην τέντα εκείνη, κι είδε και καθότανε δώδεκα παλληκάρια και μιλούσανε για μιαν υπόθεση πώς πρέπει να την κάμουν.
  Η τέντα ήταν στρογγυλή και στο έμπασμα της τέντας από δεξιά καθότανε τρία παλληκάρια κι είχαν τα στήθια τους ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια από τα δέντρα.
  Παρακάτω από αυτά τα παλληκάρια καθότανε άλλα τρία κι ήταν ανασκουμπωμένα ώς τους αγκώνες και χωρίς επανωφόρι και βαστούσαν στα χέρια τους στάχυα ξερά.
  Παρακάτω καθότανε άλλα τρία παλληκάρια και βαστούσαν στο χέρι τους από ένα τσαμπί σταφύλι.
  Παρακάτω καθότανε και άλλα τρία παλληκάρια παραμαζωμένα και φορούσαν από μια γούνα μακριά από το λαιμό ώς κάτω από τα γόνατα.
  Άμα την είδαν τα παλληκάρια τη γυναίκα, είπαν:
  – Καλώς τη θείτσα, κάθησε.
  Κι η γυναίκα, αφού τα χαιρέτησε, κάθησε. Κι αφού κάθησε τη ρωτήσανε πώς ήταν και πήγε σε κείνα τα μέρη. Κι η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασή της και τα βάσανά της κι επειδή τα παλληκάρια καταλάβανε πως πεινά η φτωχιά, σηκώθηκεν ένας από εκείνους που φορούσαν τις γούνες και της έβαλε τραπέζι κι έφαγε· κι είδε πως ήταν κουτσός.
  Αφού έφαγεν η γυναίκα και χόρτασε, αρχίσανε τα παλληκάρια να τη ρωτούν για λογής λογής πράματα της χώρας κι η γυναίκα αποκρινότανε ό,τι ήξερε. Στα υστερινά τής λένε τα τρία παλληκάρια, που είχαν τα στήθια τους ανοιχτά:
  – Ε, θείτσα, πώς περνάτε με τους μήνες του χρόνου; Πώς σας φαίνεται ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης;
  – Καλά περνούμε παιδιά μου, αποκρίθηκεν η χήρα και μάλιστα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά κι οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών των λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε για το Μάρτ’ Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ο Θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας.
  Ύστερα της είπαν και τα άλλα τρία τα παλληκάρια, που ήταν ανασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα:
  – Εμ, ο Θεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πώς σας φαίνονται;
  Κι η φτωχιά αποκρίθηκε:
  – Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες, γιατί δεν χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.
  Ύστερα τη ρωτήσανε τ’ άλλα τα τρία τα παλληκάρια, που βαστούσαν τα σταφύλια:
  – Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε;
  – Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκεν η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι αλλιώς έχουν αυτό το καλό που δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα, για να ζεσταίνονται.
  Ύστερα τη ρωτήσανε και τα παλληκάρια, που είχαν τις γούνες:
  – Eμ, με τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πώς περνάτε;
  – A! αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν, είπεν η φτωχιά, κι εμείς πολύ τους αγαπούμε. Mα θα ρωτήσετε γιατί; Nά γιατί! επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν χρονικίς, για να κερδαίνουν πολλά, έρχονται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν κι οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά και όλα τα χορτάρια. Ώστε, παιδιά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν κάθε ένας τη δουλειά, που τον πρόσταξεν ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί.
  Τότε τα έντεκα τα παλληκάρια γνέψανε στον πρώτο από κείνους που βαστούσαν τα σταφύλια και βγήκεν όξω και σε λίγο ήρθε πάλι μέσα και βαστούσε στα χέρια του μια λαγήνα ταπωμένη και την έδωκε στη γυναίκα και της είπαν:
  – Άιντε τώρα θείτσα, πάρε αυτήν τη λαγήνα και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου.
  Φορτώθηκε τη λαγήνα η γυναίκα με τη χαρά και είπε στα παλληκάρια:
  – Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου.
  – Ώρα καλή σου, θείτσα, της αποκρίθηκαν κι έφυγε.
  Και ίσια ίσια την ώρα που χάραξε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της κι ηύρε τα παιδιά της ακόμα και κοιμόντανε. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κι είδε πως ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά της.
  Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πεντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε, τα ’βαλε κι είπαν την προσευχή τους κι ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.
  Ύστερα αγόρασε ένα κιλό σιτάρι και το πήγε στο μύλο και το άλεσε, το ζύμωσε και πήγε τα ψωμιά στο φούρνο και ψηθήκανε.
  Και την ώρα που γύριζε απ’ το φούρνο με την πινακωτή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαινε στο σπίτι της, την είδεν η αρχόντισσα κι υποψιάστηκε πως κάτι τι της έτυχε κι έτρεξε καταπόδι της, για να μάθει πού ηύρε τ’ αλεύρι και ζύμωσε. Η αγαθή η φτωχιά είπεν όλη την αλήθεια.
  Ζήλεψε η αρχόντισσα κι έβαλε στο νου της να πάει και κείνη σε κείνα τα παλληκάρια.
  Τη νύχτα λοιπόν, αφού αποκοίμισε τον άντρα της και τα παιδιά της, βγήκε από το σπίτι της και πήρε το δρόμο και πάει κι ηύρε την τέντα, που ήτανε οι δώδεκα μήνες, και τους χαιρέτησε. Κι αυτοί της είπαν:
  – Καλώς την κοκώνα, πώς ήταν και καταδέχτηκες και μας ήρθες;
  – Είμαι φτωχιά, αποκρίθηκε, κι ήρθα να με βοηθήσετε.
  – Πολύ καλά, είπαν· πεινάς; θέλεις να φας;
  – Όχι, σας ευχαριστώ, είπε, είμαι χορτάτη.
  – Πολύ καλά, είπαν τα παλληκάρια, και πώς περνάτε στη χώρα;
  – Μη χειρότερα, αποκρίνεται.
  – Εμ, πώς περνάτε με τους μήνες; ξαναρωτήσανε.
  – Πώς να περάσουμε, αποκρίθηκεν εκείνη. Ο κάθε ένας τους έχει και την οργή του. Ενώ από τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στη ζέστα, έρχεται μάνι-μάνι ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας κρυώνουν και άλλον τον πιάνει παροξυσμός και άλλος πουντιάζει. Ύστερα μπαίνουν οι χειμωνιάτικοι οι μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης και Φλεβάρης και μας παγώνουν και γεμίζουν οι δρόμοι χιόνια και δεν μπορούμε να βγούμε όξω και μάλιστα κείνος ο Κουτσοφλέβαρος!… (Τ’ ακούει ο καημένος ο Φλεβάρης). Αμ’ κείνοι πάλι οι ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, Απρίλης και Μάης! Δεν το νιώθουν πως είναι καλοκαιρινοί μήνες, μόν’ θέλουν να κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους, ώστε αυτοί καταντούν τον χειμώνα εννιά μήνες. Και δε μπορούμε να βγούμε όξω την Πρωτομαγιά να πιούμε τον καφέ με το γάλα και να κυλιστούμε στα χορτάρια. Ύστερα έρχονται ο μήνες Θεριστής, Αλωνιστής και Αύγουστος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνίγουν στον ίδρωτα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλιστα απ’ τη ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μας πιάνει παροξυσμός και έρχονται κι οι δρίμες και μας χαλνούν τ’ ασπρόρουχα στις απλωστεριές. Τι να σας πω, παλληκάρια. Περνούμε με τους μήνες (που να μη λαχαίνανε κατάρα) μια ζωή ξεσκισμένη.
  Δεν είπαν τίποτα τα παλληκάρια, μόν’ γνέψανε κείνον, που καθότανε στη μέση κεινών που ήτανε ανασκουμπωμένοι και βαστούσαν στάχυα. Κι αυτός σηκώθηκε κι έφερεν ένα λαγήνι ταπωμένο και το ’δωσε στη γυναίκα και της είπε:
  – Πάρε αυτό το λαγήνι, κι όταν θα πας στο σπίτι σου να σφαλιστείς μόν’ μονάχη σ’ ένα δωμάτιο και να τ’ αδειάσεις. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις.
  – Όχι, δεν τ’ ανοίγω, είπε και έφυγε η γυναίκα και ήρθε με τη χαρά στο σπίτι, προτού ακόμα ξημερώσει.
  Και σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη και άπλωσε ένα σεντόνι και ξετάπωσε το λαγήνι και το άδειασε. Και τι ν’ αδειάσει; Όλο φίδια! Και χυθήκανε απάνω της και την φάγανε ολοζώντανη. Κι άφησε τα παιδιά της ορφανά, γιατί δεν είναι καλό να κατηγορεί κανείς τον άλλον. Η φτωχιά όμως με την αγαθή της την καρδιά και με την γλυκειά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκώνα και πρόκοψε και τα παιδιά της. Νά! αυτό είναι που λένε «καλά υστερνά».

(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, A΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σιας A.E., 1994)

Οι δώδεκα μήνες: λαϊκό παραμύθι

Θα το αφηγηθώ ασφαλώς με τον δικό μου τρόπο…
Αρχή της ιστορίας μας, καλησπέρα σας κι όμορφη να ‘ναι η μέρα σας…
Έναν καιρό και μια φορά, δεν έχει σημασία αν ήταν κοντά ή μακριά, ήταν σε ένα μικρό χωριό, μια χήρα γυναίκα που είχε πέντε παιδιά. Τόσο φτωχιά ήταν που έκανε ό,τι δουλειά της βρισκόταν. Μα είχε περάσει καιρός και δουλειά πουθενά δεν έβρισκε, τίποτα να κάνει. Αχ. να ‘ναι καλά εκεί η πλούσια γειτόνισσα, η αρχοντοπούλα με τα όλα της που την εφώναζε καμιά φορά, μια στο τόσο, να της ζυμώσει το ψωμί της και κανά δυο δουλειές δύσκολες να της κάμει ακόμα.
Σ’ εκείνα τα ζυμώματα του ψωμιού βρήκε τη λύση για την πείνα των παιδιών της. Κάθε που τελείωνε το ζύμωμα, παιδιά, χαιρετούσε την αρχοντοπούλα δίχως να πλύνει τα χέρια της. Μα πάνω στα χέρια της είχανε κολλήσει ζυμάρια κι από εκείνα έφτιαχνε το φαγάκι των παιδιών της. Πως;  Έπλενε τα χέρια της προσεκτικά σε ένα κατσαρόλι κι εκείνο το νερό με τα ζυμάρια το έβραζε και έφτιανε έναν χυλό ο οποίος μπορεί να έμοιαζε φτωχικός αλλά ήταν αρκετά χορταστικός. Από αυτόν τον χυλό έτρωγαν τα παιδιά της μέχρι η μάνα τους να πάει να ξαναζυμώσει στο σπίτι της αρχόντισσας.
Μα είδε κάποτε η αρχόντισσα τα παιδιά της γειτόνισσας και ήταν ροδομάγουλα και καλοστυλωμένα ενώ τα δικά της που είχανε του κόσμου τα καλούδια κι έτρωγαν φρέσκο το ψωμί, ήτανε άταρα, με πόδια και χέρια σαν καλαμιές.
Χρόνο δεν έχασε η αρχόντισσα και το ‘καμε κουβέντα με τις φίλες της καθώς σαράκι είχε γίνει μέσα της η απορία που την έτρωγε.
-Εκείνης της φτωχιάς τα παιδιά παχαίνουνε γιατί κάθε που σου ‘ρχεται για ζύμωμα, σου παίρνει την τύχη των παιδιών σου με τα χέρια της. Γι’ αυτό εκείνα δείχνουν ταϊσμένα ενώ τα δικά σου είναι άταρα και μοιάζουν να πεινούνε, της είπανε οι φιλενάδες της.
Το πίστεψε η αρχόντισσα και όταν ξανάρθε να ζυμώσει η φτωχή γυναίκα, της ζήτησε πριν φύγει να πλύνει καλά τα χέρια της ώστε η τύχη να μη φύγει από το σπιτικό της. Και γύρισε η φτωχή γυναίκα στο σπίτι της και ζυμάρι δεν είχε ούτε μια στάλα στο χέρι και άρχισε να κλαίει. Και σαν κατάλαβαν τα παιδιά της τι συμβαίνει, κουρνιάσανε σιμά της κι αρχίσανε να κλαίνε κι αυτά με μαύρο δάκρυ. Μα αυτό της σκλήρυνε την καρδιά και είπε στα παιδιά της:
-Πάψτε, ακριβά μου, να κλαίτε κι εγώ θα βρω ψωμί να φάμε απόψε.
Και πήρε να χτυπά τις πόρτες, σπίτι το σπίτι, μέχρι που βρήκε ένα ξεροκόμματο και αφού το έβρεξε με νερό το μοίρασε στα παιδιά της και τα έβαλε για ύπνο.
Και κίνησε μεσονυχτίς να φύγει για να μη δει η καρδιά της τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα. Και καθώς περπατούσε παντέρμη στη νυχτιά, από μακριά είδε ν’ αντιφεγγίζει μια λάμψη φωτός σε κάποιο ύψωμα και τράβηξε για εκεί να ειδεί τι είναι.Και σαν πλησίασε είδε πως ήτανε ένα στρογγυλωπό σκέπαστρο όπου καθόντουσαν δώδεκα παλικάρια και συζητούσανε κάποιο δικό τους ζήτημα με ύφος σοβαρό. Στα δεξιά, στην άκρια, καθόντουσαν τρία παλικάρια που ‘χαν τα στήθια ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν λουλούδια και καρπούς από δέντρα και πράσινο χροτάρι.
Four seasons by Luiza Vizoli
Four seasons by Luiza Vizoli
Και παραδίπλα τους εκοίταξε κι είδε ακόμα τρεις λεβέντες με πουκάμισα και τα μανίκια σηκωμένα να βαστούν στάχυα ξερά.
Και δίπλα από αυτούς, άλλα τρία παλικάρια καθόντουσαν κρατώντας ένα τσαμπί σταφύλι και στο τέλος, στην άκρη αριστερά του στεγάστρου τα τρία τελευταία παλικάρια που φορούσανε μια γούνα μακριά από το λαιμό μέχρι εδώ να, τους αστραγάλους!
Την είδαν που κοντοστεκόταν τα δώδεκα παλικάρια και τη φώναξαν κοντά τους. “Πως βρέθηκες στα μέρη μας;” τη ρώτησε ένας από εκείνους με τα λουλούδια στα χέρια.  Και σαν τους είπε την ιστορία της και κατάλαβαν τη φτώχεια της, σηκώθηκε ένας από εκείνους με τις γούνες που κούτσαινε λιγάκι και της γιόμισε ένα πιάτο χορταστικό με όλα τα καλά που είχε το τραπέζι των παλικαριών.
Και σαν τηλώθηκε η γυναίκα και έδιωξε την πείνα της, αναστέναξε δυο φορές από ευχαρίστηση και τα παλικάρια κρίνανε πως ήτανε ώρα να τη ρωτήσουνε τις απορίες τους.
Τα τρία παλικάρια με τα λουλούδια στα χέρια τη ρώτησαν:
-Αλήθεια, κυρία μου, πώς περνάτε στα μέρη σου τους ανοιξιάτικους μήνες, το Μάρτη, τον Απρίλη και το Μάη; Είναι καλή η ζωή την άνοιξη εκεί που ζεις;
-Καλά περνάμε, γιε μου, αυτούς τους μήνες. Όλοι οι κάμποι πρασινίζουν, λιώνουν τα χιόνια από τις βουνοκορφές και τρέχουν νερά στα χωράφια και γιομίζει ο κόσμος λουλούδια και χρώματα και ομορφιές και μοσχοβολά ο τόπος και κελαηδάνε τα πουλιά και ζωντανεύει η πλάση. Τίποτε κακό δεν έχει ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης καμωμένο για εμάς τους ανθρώπους, φωτιά να πέσει να μας κάψει αν έχουμε παράπονο.
Ύστερα κάποιο από τα τρία παλικάρια με τα στάχια, το μεσαίο ήτανε θαρρώ, τη ρώτησε:
-Καλά περνάτε την άνοιξη λοιπόν μας σαν έρχεται το καλοκαίρι με τον Ιούνη, τον Ιούλη και τον Αύγουστο σίγουρα θα υποφέρετε από τη ζέστη ε;
Four seasons by Barbara Gerodimou
Four seasons by Barbara Gerodimou
-Όχι, γιε μου! Κανένα παράπονο δεν έχουμε κι από αυτούς. Η ζέστη τους κάνει φρούτα δεκάδες κι ωριμάζουν κι άλλους καρπούς δεκάδες. Τότε θερίζουν οι γεωργοί τα χωράφια τους και γεμίζουν οι αποθήκες τους για το ψωμί του χρόνου και ρούχα δε χρειάζονται πολλά κι οι θάλασσες μερεύουνε κι οι άνθρωποι ψαρεύουνε πιο ξένοιαστοι.
Κι ύστερα τη ρώτησε κάποιο από τα άλλα τρία παλικάρια που τα σταφύλια κράταγαν στα χέρια:
-Αλήθεια, να σε ρωτήσω κι εγώ. Το Σεπτέμβρη, τον Οκτώβρη και το Νοέμβρη πώς περνάτε; Συμβαίνει τίποτε καλό στα μέρη σας;
-Α, αυτούς τους μήνες, οι άνθρωποι μαζεύουν τα σταφύλια και τα κάνουν μούστο και κρασί και ξύδι. Κι έρχουνται λίγη λίγη η βροχή και το κρύο και ξύλα μαζεύουνε να ανάβουνε φωτιές να ζεσταθούνε. Και τα ζώα κουρεύουνε να φτιάσουνε ρούχα ζεστά και πανωφόρια για το χειμώνα που ζυγώνει.
Στο τέλος τη ρώτησε και ο πρώτος από τα παλικάρια με τις γούνες:
-Για όλους τους μήνες μας είπες. Πες μας και για το Δεκέμβρη, το Γενάρη και το Φλεβάρη με το κρύο; Ποιο παράπονο έχετε; Σας παγώνουνε, έτσι δεν είναι;
-Παράπονο; Γίνεται να έχεις παράπονο από αυτούς, λεβέντη μου; Αυτοί οι μήνες αγαπούν τους ανθρώπους κι εμείς το ίδιο εκείνους. Γιατί αυτοί οι μήνες μας κλείνουν μες το σπίτι και μας ξεκουράζουν από τις πολλές δουλειές. Τριγύρω στις φωτιές κάθουνται οι άνθρωποι και ξαποσταίνουν γιατί μετά το χειμώνα θα βγουν για δουλειές πολλές κι η κούραση θα ‘ναι ξανά μεγάλη. Και ρίχνουνε πολλές βροχές κι όλα τα χωράφια ποτίζονται εύκολα και γρήγορα.
Όλοι οι μήνες είν’ καλοί, λεβέντες μου, και ο καθένας σοφά την κάμει τη δουλειά του όπως του ορίστηκε. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε όλοι καλοί.
Χαμογελαστά όλα τα παλικάρια έγνεψαν στον πρώτο από εκείνα με το σταφύλι και έφερε να δώσει στη φτωχή κυρά ένα λαγήνι σφραγισμένο.
-Πάρε αυτό το λαγήνι, καλή μου κυρά και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου και μην αφήσεις την καλοσύνη σου να φύγει ποτέ από κοντά σου.
-Πολλά τα έτη σας, γιοι μου, τους είπε η φτωχή γυναίκα κι έφυγε χαρούμενη με το λαγήνι.
Four seasons by Claude Noel
Four seasons by Claude Noel
Και πριν να ξημερώσει γύρισε σπίτι και βρήκε τα παιδιά της ακόμη να κοιμούνται. Και ζάρωσε σε μια γωνιά και άπλωσε το σεντόνι. Και σαν αναποδογύρισε το λαγήνι, γιόμισε το σεντόνι χρυσά φλουριά και μόνο που δεν ούρλιαξε από τη χαρά της.
Περίμενε να ξημερώσει και μόλις έφεξε για καλά, πήγε στο φούρνο και πήρε πέντε καρβέλια και μπόλικο τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της και τα τάισε καλά.
Έπειτα πήγε κι αγόρασε σιτάρι και το πήγε στο μύλο να το αλέσει, να το ζυμώσει, να φτιάσει ψωμάκια μπόλικα στο φούρνο να πάει να τα ψήσει.
Καθώς γυρνούσε από το φούρνο με τα ψωμιά στον ώμο την είδε η αρχόντισσα η γειτόνισσα. Τρέχει αμέσως να μάθει πως γίνηκε και η φτωχή γυναίκα που δεν είχε να φάει τίποτε, βρήκε αλεύρι και ζύμωσε τόσα ψωμιά. Και η φτωχή γυναίκα της είπε όλη την αλήθεια.
Η αρχόντισσα έσκασε από τη ζήλεια της και θέλησε να κάμει το ίδιο. Κοίμισε τα παιδιά και τον άντρα της και πήρε το δρόμο να βρει το στέγαστρο με τα δώδεκα παλικάρια που ήτανε όπως καταλάβατε οι δώδεκα μήνες.
-Καλώς την κυρά! Πώς κι από τα μέρη μας;, τη ρώτησαν.
-Είμαι φτωχή, πολύ φτωχή κι ήρθα να με βοηθήσετε να ζήσω την οικογένειά μου.
-Πεινάς; Θέλεις κάτι να φας;
The Four Seasons by Dalya Bersano
The Four Seasons by Dalya Bersano
-Όχι, σας ευχαριστώ, είμαι χορτασμένη, τους είπε.
-Ωραία! Για πες μας πως περνάτε κάτω στη χώρα;
-Πως να τα περνάμε! Μη χειρότερα, να λέμε!
-Με τους μήνες πως τα περνάτε;
-Πώς να τα περάσουμε! Ο καθένας τους έχει και το δικό του θυμό. Πάνω που ζεσταινόμαστε το καλοκαίρι, έρχεται ο Σεπτέμβρης κι ύστερα ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας πουντιάζουν. Και μετά έρχονται οι χειμωνιάτικοι μήνες, ο Δεκέμβρης, ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης και μας παγώνουν εντελώς και γεμίζει ο κόσμος χιόνι και δε μπορούμε να βγούμε από το σπίτι πόσο καιρό. Κυρίως εκείνος ο κουτσοφλέβαρος έχει το περισσότερο χιόνι απ’ όλους! Αλλά κι οι άλλοι δεν πάνε πίσω. Ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης δεν καταλαβαίνουν πως είναι μήνες του καλοκαιριού και κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους και φτάνει ο χειμώνας να ‘χει εννιά μήνες! Ζωή είναι αυτή; Και δε φτάνει αυτό…Έρχονται μετά ο Ιούνης, ο Ιούλης κι ο Αύγουστος και μας πνίγουνε στη ζέστη και τον ιδρώτα. Για να μην ειπώ για τους αγέρηδες! Τι να σας ειπώ περσότερο; Η ζωή με τους μήνες είναι ζωή καταραμένη. Δυστυχία μας δέρνει όλο τον χρόνο!
Τίποτα δεν της είπανε τα δώδεκα παλικάρια και καθόλου δεν αντέδρασαν. Και σηκώθηκε ο πρώτος από εκείνα με τα στάχυα στα χέρια και της έφερε ένα σφραγισμένο λαγήνι και της το έδωσε:
-Πάρε αυτό το λαγήνι, γυναίκα, κι όταν θα πας στο σπίτι σου, σ’ ένα δωμάτιο μονάχη σου άδειασέ το. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις, θα σου το πάρουν όλο.
-Και βέβαια δεν τ’ ανοίγω, τους είπε και έφυγε η γυναίκα με χαρά γεμάτη.
Κλειδώθηκε μέσα σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη, άπλωσε ένα σεντόνι κατάχαμα και άδειασε το λαγήνι. Μα το λαγήνι είχε μέσα φίδια, μικρά και μεγάλα, που άρχισαν να σέρνονται σ’ όλο το δωμάτιο και γέμισαν οι τοίχοι και τα στρώματα, οι καθρέφτες και οι καρέκλες. Και ούρλιαζε η αρχόντισσα έντρομη και ξύπνησαν όλοι στο σπίτι απ’ τις φωνές της. Δε ξέρω τι της εκάμανε τα φίδια. Δεν έμαθα ποτέ. Πάντως, η αρχόντισσα πλούσια από το λαγήνι δε γίνηκε και δε θα μάθουμε κι αν πήρε και το μάθημά της γιατί εδώ τέλειωσε η ιστορία μου…Τα παιδιά της φτωχής γυναίκας πάντως ζήσαν καλά αλλά νομίζω ότι κι εμείς ζήσαμε αρκετά καλά…ίσως και…καλύτερα…Πάντα καλύτερα!
Χώρισε τώρα ένα φύλλο Α4 στα δυο. Δεξιά κάνε τη φτωχή κυρία. Αριστερά την αρχόντισσα. Δυο πορτρέτα. Εστιάζουμε στις εκφράσεις του προσώπου και τα συναισθήματά τους.
Με τον ίδιο τρόπο χωρίζουμε ένα φύλλο στα τέσσερα και ζωγραφίζουμε ένα χαρακτηριστικό της κάθε εποχής.
Καλή επιτυχία!
Οι δώδεκα μήνες, με το δικό μας τρόπο…
Αρχή της ιστορίας μας, καλησπέρα σας κι όμορφη να ‘ναι η μέρα σας…
AlbertJosephMoore-TheLovesoftheWindsandtheSeasonsΈναν καιρό και μια φορά, δεν έχει σημασία αν ήταν κοντά ή μακριά, ήταν σε ένα μικρό χωριό, μια χήρα γυναίκα που είχε πέντε παιδιά. Τόσο φτωχιά ήταν που έκανε ό,τι δουλειά της βρισκόταν. Μα είχε περάσει καιρός και δουλειά πουθενά δεν έβρισκε, τίποτα να κάνει. Αχ. να ‘ναι καλά εκεί η πλούσια γειτόνισσα, η αρχοντοπούλα με τα όλα της που την εφώναζε καμιά φορά, μια στο τόσο, να της ζυμώσει το ψωμί της και κανά δυο δουλειές δύσκολες να της κάμει ακόμα.
Σ’ εκείνα τα ζυμώματα του ψωμιού βρήκε τη λύση για την πείνα των παιδιών της. Κάθε που τελείωνε το ζύμωμα, παιδιά, χαιρετούσε την αρχοντοπούλα δίχως να πλύνει τα χέρια της. Μα πάνω στα χέρια της είχανε κολλήσει ζυμάρια κι από εκείνα έφτιαχνε το φαγάκι των παιδιών της. Πως;  Έπλενε τα χέρια της προσεκτικά σε ένα κατσαρόλι κι εκείνο το νερό με τα ζυμάρια το έβραζε και έφτιανε έναν χυλό ο οποίος μπορεί να έμοιαζε φτωχικός αλλά ήταν αρκετά χορταστικός. Από αυτόν τον χυλό έτρωγαν τα παιδιά της μέχρι η μάνα τους να πάει να ξαναζυμώσει στο σπίτι της αρχόντισσας.
Μα είδε κάποτε η αρχόντισσα τα παιδιά της γειτόνισσας και ήταν ροδομάγουλα και καλοστυλωμένα ενώ τα δικά της που είχανε του κόσμου τα καλούδια κι έτρωγαν φρέσκο το ψωμί, ήτανε άταρα, με πόδια και χέρια σαν καλαμιές. Χρόνο δεν έχασε η αρχόντισσα και το ‘καμε κουβέντα με τις φίλες της καθώς σαράκι είχε γίνει μέσα της η απορία που την έτρωγε. -Εκείνης της φτωχιάς τα παιδιά παχαίνουνε γιατί κάθε που σου ‘ρχεται για ζύμωμα, σου παίρνει την τύχη των παιδιών σου με τα χέρια της. Γι’ αυτό εκείνα δείχνουν ταϊσμένα ενώ τα δικά σου είναι άταρα και μοιάζουν να πεινούνε, της είπανε οι φιλενάδες της. Το πίστεψε η αρχόντισσα και όταν ξανάρθε να ζυμώσει η φτωχή γυναίκα, της ζήτησε πριν φύγει να πλύνει καλά τα χέρια της ώστε η τύχη να μη φύγει από το σπιτικό της. Και γύρισε η φτωχή γυναίκα στο σπίτι της και ζυμάρι δεν είχε ούτε μια στάλα στο χέρι και άρχισε να κλαίει. Και σαν κατάλαβαν τα παιδιά της τι συμβαίνει, κουρνιάσανε σιμά της κι αρχίσανε να κλαίνε κι αυτά με μαύρο δάκρυ. Μα αυτό της σκλήρυνε την καρδιά και είπε στα παιδιά της: -Πάψτε, ακριβά μου, να κλαίτε κι εγώ θα βρω ψωμί να φάμε απόψε. Και πήρε να χτυπά τις πόρτες, σπίτι το σπίτι, μέχρι που βρήκε ένα ξεροκόμματο και αφού το έβρεξε με νερό το μοίρασε στα παιδιά της και τα έβαλε για ύπνο. Και κίνησε μεσονυχτίς να φύγει για να μη δει η καρδιά της τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα. Και καθώς περπατούσε παντέρμη στη νυχτιά, από μακριά είδε ν’ αντιφεγγίζει μια λάμψη φωτός σε κάποιο ύψωμα και τράβηξε για εκεί να ειδεί τι είναι.Και σαν πλησίασε είδε πως ήτανε ένα στρογγυλωπό σκέπαστρο όπου καθόντουσαν δώδεκα παλικάρια και συζητούσανε κάποιο δικό τους ζήτημα με ύφος σοβαρό. Στα δεξιά, στην άκρια, καθόντουσαν τρία παλικάρια που ‘χαν τα στήθια ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν λουλούδια και καρπούς από δέντρα και πράσινο χροτάρι.
Και παραδίπλα τους εκοίταξε κι είδε ακόμα τρεις λεβέντες με πουκάμισα και τα μανίκια σηκωμένα να βαστούν στάχυα ξερά. Και δίπλα από αυτούς, άλλα τρία παλικάρια καθόντουσαν κρατώντας ένα τσαμπί σταφύλι και στο τέλος, στην άκρη αριστερά του στεγάστρου τα τρία τελευταία παλικάρια που φορούσανε μια γούνα μακριά από το λαιμό μέχρι εδώ να, τους αστραγάλους! Την είδαν που κοντοστεκόταν τα δώδεκα παλικάρια και τη φώναξαν κοντά τους. “Πως βρέθηκες στα μέρη μας;” τη ρώτησε ένας από εκείνους με τα λουλούδια στα χέρια.  Και σαν τους είπε την ιστορία της και κατάλαβαν τη φτώχεια της, σηκώθηκε ένας από εκείνους με τις γούνες που κούτσαινε λιγάκι και της γιόμισε ένα πιάτο χορταστικό με όλα τα καλά που είχε το τραπέζι των παλικαριών. Και σαν τηλώθηκε η γυναίκα και έδιωξε την πείνα της, αναστέναξε δυο φορές από ευχαρίστηση και τα παλικάρια κρίνανε πως ήτανε ώρα να τη ρωτήσουνε τις απορίες τους. Τα τρία παλικάρια με τα λουλούδια στα χέρια τη ρώτησαν: -Αλήθεια, κυρία μου, πώς περνάτε στα μέρη σου τους ανοιξιάτικους μήνες, το Μάρτη, τον Απρίλη και το Μάη; Είναι καλή η ζωή την άνοιξη εκεί που ζεις; -Καλά περνάμε, γιε μου, αυτούς τους μήνες. Όλοι οι κάμποι πρασινίζουν, λιώνουν τα χιόνια από τις βουνοκορφές και τρέχουν νερά στα χωράφια και γιομίζει ο κόσμος λουλούδια και χρώματα και ομορφιές και μοσχοβολά ο τόπος και κελαηδάνε τα πουλιά και ζωντανεύει η πλάση. Τίποτε κακό δεν έχει ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης καμωμένο για εμάς τους ανθρώπους, φωτιά να πέσει να μας κάψει αν έχουμε παράπονο. Ύστερα κάποιο από τα τρία παλικάρια με τα στάχια, το μεσαίο ήτανε θαρρώ, τη ρώτησε: -Καλά περνάτε την άνοιξη λοιπόν μας σαν έρχεται το καλοκαίρι με τον Ιούνη, τον Ιούλη και τον Αύγουστο σίγουρα θα υποφέρετε από τη ζέστη ε;
-Όχι, γιε μου! Κανένα παράπονο δεν έχουμε κι από αυτούς. Η ζέστη τους κάνει φρούτα δεκάδες κι ωριμάζουν κι άλλους καρπούς δεκάδες. Τότε θερίζουν οι γεωργοί τα χωράφια τους και γεμίζουν οι αποθήκες τους για το ψωμί του χρόνου και ρούχα δε χρειάζονται πολλά κι οι θάλασσες μερεύουνε κι οι άνθρωποι ψαρεύουνε πιο ξένοιαστοι. Κι ύστερα τη ρώτησε κάποιο από τα άλλα τρία παλικάρια που τα σταφύλια κράταγαν στα χέρια: -Αλήθεια, να σε ρωτήσω κι εγώ. Το Σεπτέμβρη, τον Οκτώβρη και το Νοέμβρη πώς περνάτε; Συμβαίνει τίποτε καλό στα μέρη σας; -Α, αυτούς τους μήνες, οι άνθρωποι μαζεύουν τα σταφύλια και τα κάνουν μούστο και κρασί και ξύδι. Κι έρχουνται λίγη λίγη η βροχή και το κρύο και ξύλα μαζεύουνε να ανάβουνε φωτιές να ζεσταθούνε. Και τα ζώα κουρεύουνε να φτιάσουνε ρούχα ζεστά και πανωφόρια για το χειμώνα που ζυγώνει. Στο τέλος τη ρώτησε και ο πρώτος από τα παλικάρια με τις γούνες: -Για όλους τους μήνες μας είπες. Πες μας και για το Δεκέμβρη, το Γενάρη και το Φλεβάρη με το κρύο; Ποιο παράπονο έχετε; Σας παγώνουνε, έτσι δεν είναι; -Παράπονο; Γίνεται να έχεις παράπονο από αυτούς, λεβέντη μου; Αυτοί οι μήνες αγαπούν τους ανθρώπους κι εμείς το ίδιο εκείνους. Γιατί αυτοί οι μήνες μας κλείνουν μες το σπίτι και μας ξεκουράζουν από τις πολλές δουλειές. Τριγύρω στις φωτιές κάθουνται οι άνθρωποι και ξαποσταίνουν γιατί μετά το χειμώνα θα βγουν για δουλειές πολλές κι η κούραση θα ‘ναι ξανά μεγάλη. Και ρίχνουνε πολλές βροχές κι όλα τα χωράφια ποτίζονται εύκολα και γρήγορα. Όλοι οι μήνες είν’ καλοί, λεβέντες μου, και ο καθένας σοφά την κάμει τη δουλειά του όπως του ορίστηκε. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε όλοι καλοί. Χαμογελαστά όλα τα παλικάρια έγνεψαν στον πρώτο από εκείνα με το σταφύλι και έφερε να δώσει στη φτωχή κυρά ένα λαγήνι σφραγισμένο. -Πάρε αυτό το λαγήνι, καλή μου κυρά και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου και μην αφήσεις την καλοσύνη σου να φύγει ποτέ από κοντά σου. -Πολλά τα έτη σας, γιοι μου, τους είπε η φτωχή γυναίκα κι έφυγε χαρούμενη με το λαγήνι.
Και πριν να ξημερώσει γύρισε σπίτι και βρήκε τα παιδιά της ακόμη να κοιμούνται. Και ζάρωσε σε μια γωνιά και άπλωσε το σεντόνι. Και σαν αναποδογύρισε το λαγήνι, γιόμισε το σεντόνι χρυσά φλουριά και μόνο που δεν ούρλιαξε από τη χαρά της. Περίμενε να ξημερώσει και μόλις έφεξε για καλά, πήγε στο φούρνο και πήρε πέντε καρβέλια και μπόλικο τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της και τα τάισε καλά. Έπειτα πήγε κι αγόρασε σιτάρι και το πήγε στο μύλο να το αλέσει, να το ζυμώσει, να φτιάσει ψωμάκια μπόλικα στο φούρνο να πάει να τα ψήσει. Καθώς γυρνούσε από το φούρνο με τα ψωμιά στον ώμο την είδε η αρχόντισσα η γειτόνισσα. Τρέχει αμέσως να μάθει πως γίνηκε και η φτωχή γυναίκα που δεν είχε να φάει τίποτε, βρήκε αλεύρι και ζύμωσε τόσα ψωμιά. Και η φτωχή γυναίκα της είπε όλη την αλήθεια. Η αρχόντισσα έσκασε από τη ζήλεια της και θέλησε να κάμει το ίδιο. Κοίμισε τα παιδιά και τον άντρα της και πήρε το δρόμο να βρει το στέγαστρο με τα δώδεκα παλικάρια που ήτανε όπως καταλάβατε οι δώδεκα μήνες. -Καλώς την κυρά! Πώς κι από τα μέρη μας;, τη ρώτησαν. -Είμαι φτωχή, πολύ φτωχή κι ήρθα να με βοηθήσετε να ζήσω την οικογένειά μου. -Πεινάς; Θέλεις κάτι να φας;
-Όχι, σας ευχαριστώ, είμαι χορτασμένη, τους είπε. -Ωραία! Για πες μας πως περνάτε κάτω στη χώρα; -Πως να τα περνάμε! Μη χειρότερα, να λέμε! -Με τους μήνες πως τα περνάτε; -Πώς να τα περάσουμε! Ο καθένας τους έχει και το δικό του θυμό. Πάνω που ζεσταινόμαστε το καλοκαίρι, έρχεται ο Σεπτέμβρης κι ύστερα ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας πουντιάζουν. Και μετά έρχονται οι χειμωνιάτικοι μήνες, ο Δεκέμβρης, ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης και μας παγώνουν εντελώς και γεμίζει ο κόσμος χιόνι και δε μπορούμε να βγούμε από το σπίτι πόσο καιρό. Κυρίως εκείνος ο κουτσοφλέβαρος έχει το περισσότερο χιόνι απ’ όλους! Αλλά κι οι άλλοι δεν πάνε πίσω. Ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης δεν καταλαβαίνουν πως είναι μήνες του καλοκαιριού και κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους και φτάνει ο χειμώνας να ‘χει εννιά μήνες! Ζωή είναι αυτή; Και δε φτάνει αυτό…Έρχονται μετά ο Ιούνης, ο Ιούλης κι ο Αύγουστος και μας πνίγουνε στη ζέστη και τον ιδρώτα. Για να μην ειπώ για τους αγέρηδες! Τι να σας ειπώ περσότερο; Η ζωή με τους μήνες είναι ζωή καταραμένη. Δυστυχία μας δέρνει όλο τον χρόνο! Τίποτα δεν της είπανε τα δώδεκα παλικάρια και καθόλου δεν αντέδρασαν. Και σηκώθηκε ο πρώτος από εκείνα με τα στάχυα στα χέρια και της έφερε ένα σφραγισμένο λαγήνι και της το έδωσε: -Πάρε αυτό το λαγήνι, γυναίκα, κι όταν θα πας στο σπίτι σου, σ’ ένα δωμάτιο μονάχη σου άδειασέ το. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις, θα σου το πάρουν όλο. -Και βέβαια δεν τ’ ανοίγω, τους είπε και έφυγε η γυναίκα με χαρά γεμάτη. Κλειδώθηκε μέσα σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη, άπλωσε ένα σεντόνι κατάχαμα και άδειασε το λαγήνι. Μα το λαγήνι είχε μέσα φίδια, μικρά και μεγάλα, που άρχισαν να σέρνονται σ’ όλο το δωμάτιο και γέμισαν οι τοίχοι και τα στρώματα, οι καθρέφτες και οι καρέκλες. Και ούρλιαζε η αρχόντισσα έντρομη και ξύπνησαν όλοι στο σπίτι απ’ τις φωνές της. Δε ξέρω τι της εκάμανε τα φίδια. Δεν έμαθα ποτέ. Πάντως, η αρχόντισσα πλούσια από το λαγήνι δε γίνηκε και δε θα μάθουμε κι αν πήρε και το μάθημά της γιατί εδώ τέλειωσε η ιστορία μου…Τα παιδιά της φτωχής γυναίκας πάντως ζήσαν καλά αλλά νομίζω ότι κι εμείς ζήσαμε αρκετά καλά…ίσως και…καλύτερα…Πάντα καλύτερα!
Χώρισε τώρα ένα φύλλο Α4 στα δυο. Δεξιά κάνε τη φτωχή κυρία. Αριστερά την αρχόντισσα. Δυο πορτρέτα. Εστιάζουμε στις εκφράσεις του προσώπου και τα συναισθήματά τους. Με τον ίδιο τρόπο χωρίζουμε ένα φύλλο στα τέσσερα και ζωγραφίζουμε ένα χαρακτηριστικό της κάθε εποχής. Καλή επιτυχία!

Λαϊκός πολιτισμός: ο θρύλος του γεφυριού της Άρτας






Πώς αλλάζει το κλίμα;


Άλλαξε στάση και συμπεριφορά, μην αφήνεις να αλλάξει το κλίμα

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΣΚΕΦΤΩ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΕΤΑΞΩ;

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ: ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΟΣΜΟ ΑΠΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ...

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΟΣΜΟ ΑΠΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ!!!








Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Σηκώστε το χέρι σας κατά της σωματικής βίας




Σηκώστε το χέρι σας κατά της σωματικής βίας

Τα χέρια είναι για να χαϊδεύουμε όχι για να δέρνουμε













ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ - Η ΕΥΚΛΕΙΔΙΟΣ ΔΙΑΙΡΕΣΗ: ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ;




http://top-greek-documentaries.blogspot.gr/2014/04/blog-post_7179.html



Ο Ευκλείδης από την Αλεξάνδρεια (~ 325 π.Χ. - 265 π.Χ.), ήταν Έλληνας μαθηματικός, που δίδαξε και πέθανε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, περίπου κατά την διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Α΄ (323 π.Χ. - 283 π.Χ.). Στις μέρες μας είναι γνωστός ως ο «πατέρας» της Γεωμετρίας. Ο Ευκλείδης δεν ήταν ακριβώς ένας μεγάλος καινοτόμος αλλά κυρίως οργανωτής που συστηματοποίησε και έθεσε σε στέρεες θεωρητικές βάσεις τα συμπεράσματα στα οποία έφτασαν ο Θαλής, ο Εύδοξος και άλλες προσωπικότητες της εποχής. Ο Ευκλείδης είχε την ικανότητα να ανασυντάξει τις αποδείξεις των θεωρημάτων σε σύντομους αυστηρούς όρους.

Ιστορία: Πώς ταξίδευαν οι αρχαίοι Έλληνες στη Μεσόγειο;


Η ΝΑΥΣΙΠΛΟΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ


http://top-greek-documentaries.blogspot.gr/search/label/%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BC%CE%B7



Η ναυσιπλοΐα είναι η επιστήμη και εκείνη η τεχνική με τις οποίες επιτυγχάνεται η ασφαλής διακυβέρνηση του πλοίου. Περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων και επαγγελματικών γνώσεων απαραίτητων για το σκοπό αυτής. Αυτή η έννοια συμπίπτει με την πρώτη αντίστοιχη του όρου Ναυτιλία που είναι όμως και επικρατέστερος.

Ιστορία: Η Τέχνη της Αρχαϊκής Περιόδου



ΣΜΙΛΗ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑ ΣΤΟΝ 6ο π.Χ. αιώνα
http://top-greek-documentaries.blogspot.gr/2014/07/6.html


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Εικόνες νερού μυριάδες... τοπία νερού χιλιάδες

Φωτογραφία: Kομψότητα......




Φωτογραφία: H oμορφιά βρίσκεται παντού...
Σε μια εικόνα, σε μια γεύση, σε μια μυρωδιά....


Φωτογραφία: Γνώση του ποταμιού σημαίνει,να σαι μέσα στο ποτάμι.


Φωτογραφία του χρήστη მანო გიგაური.

Φωτογραφία: Mε αεράκι βορινό!

Φωτογραφία: Μιά καταπληκτική φωτογραφία απο το Ναύπλιο, by Andreas Arvinatakis

Φωτογραφία: 'Έρχεται μια μέρα που έχεις χάσει κάτι μοναδικό, που δεν είναι το αντικείμενο της επιθυμίας σου, αλλά η ίδια η επιθυμία.''
Μαρσέλ Ζουαντό

Φωτογραφία: This way.....Beautiful way!!!


Φωτογραφία: Aς ανακαλύψουμε ορίζοντες.Οσους περισσότερους μπορούμε!

Καλημέρααα συντροφιά μας!

Σταγόνες

Φωτογραφία: Tα δημιουργήματα της φύσης!

Πώς γράφουμε μία επιστολή


Πώς γράφουμε μία επιστολή

Ένα είδος του γραπτού λόγου είναι η επιστολή(γράμμα). Αυτός που στέλνει την επιστολή ονομάζεται αποστολέας και αυτός που την δέχεται παραλήπτης. Σε μια επιστολή αναφέρουμε απόψεις, ιδέες, σκέψεις, πληροφορίες για ένα θέμα που μας απασχολεί ή μας ενδιαφέρει.

Στοιχεία που πρέπει να περιέχει μια επιστολή:

α) Στοιχεία παραλήπτη (σε επίσημη επιστολή)

β) Χώρος και χρόνος (πού βρισκόμαστε/ημερομηνία)

γ) Προσφώνηση

δ) Κείμενο

ε) Επιφώνηση

στ) Υπογραφή

Παράδειγμα



ΕΠΙΣΤΟΛΗ - ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
http://users.sch.gr/sjolltak//moodledata/epikoinonia/epistoli/engage.swf
http://users.sch.gr/sjolltak//moodledata/epikoinonia/epistoli/engage.swf

ΦΑΚΕΛΟΣ- ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

http://users.sch.gr/sjolltak/moodledata/epikoinonia/fakelos/engage.swf



Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: Η ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ ΣΤΗ ΝΕΡΟΧΩΡΑ


Ψαρεύοντας δίκαια. Τι σημαίνει αυτό;

Δίκαιη αλιεία σημαίνει να παίρνεις από τη θάλασσα μόνο αυτό που χρειάζεσαι και τίποτα περισσότερο. Σημαίνει να θεωρείς ότι η θάλασσα ανήκει σε όλους και δεν είναι πηγή πλουτισμού των λίγων. Εκατοντάδες χιλιάδες παράκτιοι ψαράδες χαμηλής έντασης κάνουν ακριβώς αυτό, χρησιμοποιώντας εργαλεία, τα οποία έχουν τις ελάχιστες δυνατές επιπτώσεις στη θαλάσσια ζωή. Έτσι μπορούν και ζουν με αξιοπρέπεια, οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.
Όμως αυτοί οι ψαράδες κατατροπώνονται από "πλοία-τέρατα", δηλαδή γιγαντιαία, βιομηχανικά αλιευτικά που εξαντλούν και καταστρέφουν τη θαλάσσια ζωή. Αυτό δεν είναι δίκαιο για τους παράκτιους ψαράδες, για τις θάλασσες και τους ωκεανούς, αλλά και για εμάς τους ίδιους.
 
Fair vs. unfair fishing


http://www.greenpeace.org/greece/psarevontas-dikaia/

Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα: Λειψυδρία στη Νεροχώρα, η Λίμνη Παμβώτιδα και το Νησί

Το μοναδικό κατοικημένο νησί λίμνης στην Ευρώπη βρίσκεται στην Ελλάδα -Μύθοι, θρύλοι και άλλα παράδοξα για το νησάκι των Ιωαννίνων [εικόνες]

Το μοναδικό κατοικημένο νησί λίμνης στην Ευρώπη βρίσκεται στην Ελλάδα -Μύθοι, θρύλοι και άλλα παράδοξα για το νησάκι των Ιωαννίνων [εικόνες]

05.11.2014 12:54
Το μοναδικό κατοικημένο νησί λίμνης στην Ευρώπη βρίσκεται στην Ελλάδα. Ο λόγος φυσικά για το νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων, το οποίο, όμως, δεν έχει μόνο αυτή την πρωτοτυπία. Είναι επίσης το μοναδικό νησί λίμνης στον κόσμο χωρίς όνομα!
Ενα νησί ολόκληρο ένας πευκόφυτος βράχος, που η έκτασή του δεν ξεπερνά τα 200 στρέμματα, με έναν παραδοσιακό ηπειρώτικο οικισμό, φτιαγμένο από πέτρα, στη μέση μιας λίμνη, τα νερά της οποίας πρέπει καθημερινά να διασχίσουν οι περίπου 100 οικογένειες που κατοικούν στο νησάκι. Στη λιλιπούτεια ενδοχώρα και στις ακτές του, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο σχεδόν, επτά βυζαντινά και μεταβυζαντινά μοναστήρια σχηματίζουν μια μοναστική πολιτεία αιώνων, που είναι και η τρίτη μεγαλύτερη στην Ελλάδα, μετά το Αγιον Ορος και τα Μετέωρα.

Ενα νησί στη μέση μιας λίμνης γεμάτης από θρύλους και παραδόσεις. Στη λίμνη στην οποία πνίγηκε η κυρά Φροσύνη από το ζηλιάρη Αλή Πασά  Μήλον της ερωτικής έριδος μεταξύ ενός Ελληνα, του γιου του Αλή Πασά και του ίδιου του Αλή Πασά, η Φροσύνη λέγεται πως αρπάχτηκε από τον μουσουλμάνο άρχοντα –μαζί με αρκετές ακόμη Ελληνίδες για να… θολωθούν τα νερά- και κατέληξε πνιγμένη στην λίμνη.

Επίσης ανεπιβεβαίωτη παραμένει η ύπαρξη του υπόγειου τούνελ που υποτίθεται ότι οδηγεί από το νησάκι στην πόλη των Ιωαννίνων, ενώ τους θρύλους και τους μύθους συντηρούν και τα εκθέματα στο κτίσμα της μονής του Αγίου Παντελεήμονα, όπου δολοφονήθηκε ο Αλή Πασάς, και το οποίο έχει διαμορφωθεί σε ένα παραδοσιακό λαϊκό γιαννιώτικο σπίτι που φιλοξενεί διάφορα αντικείμενα της καθημερινής ζωής παλαιότερων εποχών. Την προσοχή τραβά ο πίνακας που απεικονίζει την παράδοση του κεφαλιού του Αλή Πασά στον σουλτάνο αλλά στον χώρο θα δεις και προσωπογραφίες και σκηνές από τη ζωή του Αλή, τις οποίες έφτιαξαν περιηγητές που είχαν επισκεφτεί την αυλή του. Οι περισσότεροι επισκέπτες εντυπωσιάζονται με το άνοιγμα στο πάτωμα από όπου θεωρείται πως πέρασε η σφαίρα που σκότωσε τον Αλή Πασά.
Το νησάκι ξεπροβάλλει μέσα από ένα «πέπλο ομίχλης» για να αποκαλύψει τη δική του μακραίωνη ιστορία.Τα καραβάκια ξεκινούν από το μόλο κάτω από το Κάστρο των Ιωαννίνων και στο μόλις 10 λεπτών ταξίδι το βλέμμα του επισκέπτη είναι στραμμένο αποκλειστικά στη θέα του κάστρου και στους ψηλούς μιναρέδες, μέχρι να εντοπίσει τον τόπο που θα τον αιχμαλωτίσει ολοκληρωτικά. Το καραβάκι αράζει στη μικρή αποβάθρα, που είναι γεμάτη ψαρόβαρκες και δίχτυα, καθώς η βασική ασχολία των κατοίκων είναι το ψάρεμα.

Το στενό δρομάκι που ξεκινά από την αποβάθρα καταλήγει στην κεντρική πλατεία, το Μπακαλιώ όπως ονομάζεται, με τα παραδοσιακά καφενεία. Από εκεί γραφικά ασβεστωμένα δρομάκια  οδηγούν στις μονές του νησιού.
Στη βορειοανατολική άκρη του νησιού υπάρχει οικισμός με 110 σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ανάμεσά τους και το πατρικό του Κάρολου Παπούλια.
Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήρθαν από τη Μάνη, κάτι που, ωστόσο, δεν έχει τεκμηριωθεί. Επίσης, ευρήματα μαρτυρούν μια πρώτη ένδειξη ζωής την Εποχή του Χαλκού.

Το Νησάκι γνώρισε την περίοδο ακμής του το 13ο αι., όταν ιδρύθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου και  ανεγέρθηκαν τέσσερις μονές. Αργότερα, το 16ο αι., χτίζονται άλλες δύο, με αποτέλεσμα να αποτελεί προπύργιο του βυζαντινού μοναστικού βίου, καθώς η πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα συνεχίστηκε αδιατάρακτη όλα τα χρόνια. Η παρακμή έρχεται με τον Αλή πασά, που καταπατά την περιουσία των μοναστηριών και επιβάλλει βαριά φορολογία στους κατοίκους. Αυτές οι δύο ενέργειές του είχαν ως αποτέλεσμα το Νησάκι να ερημώσει μέχρι το 1822, οπότε, με την πτώση του Αλή πασά, οι κάτοικοι επιστρέφουν. Στις μέρες μας αποτελεί αυτόνομη κοινότητα με δημοτικό σχολείο και νηπιαγωγείο.


Πηγή: Το μοναδικό κατοικημένο νησί λίμνης στην Ευρώπη βρίσκεται στην Ελλάδα -Μύθοι, θρύλοι και άλλα παράδοξα για το νησάκι των Ιωαννίνων [εικόνες] | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/node/176983#ixzz3IIg1OOfO